- ἔπαφρα
- ἔπαφροςfrothyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαφρᾶ — ἐπί ἀφράζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφρᾷ — ἐπί ἀφράζω fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἐπί ἀφράζω fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφρᾶς — ἐπαφρᾶ̱ς , ἐπί ἀφράζω fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδουλος — ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος] μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ) αρχ. αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek